Ὁσίοις

Ὁσίοις
Ὅσιος
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁσίοις — ὅσιος hallowed masc/neut dat pl ὅσιος hallowed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγάζω — ΝΜΑ [πηγή] 1. (για νερό και άλλα ρευστά) αναβρύζω, αναβλύζω, ξεπηδώ 2. μτφ. εκπηγάζω, προέρχομαι, απορρέω (α. «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό» β. «διὰ γυναικὸς πηγάζει τὰ κρείττονα», Κασσ. γ. «ζωὴ μὲν ἐκ Θεοῡ πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῡ Υἱοῡ… …   Dictionary of Greek

  • συστρεβλώ — όω, Α (το μέσ.) συστρεβλοῦμαι, όομαι φέρομαι με πανουργία σε κάποιον («ἐν μὲν τοῑς ὁσίοις ὅσιός ἐστιν ὁ Θεὸς... ἐν δὲ τοῑς στρεβλοῑς οὐ στρεβλός, ἀλλὰ συστρεβλούμενος αὐτοῑς διὰ τὸ εὔφημον», Ωριγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στρεβλῶ «συστρέφω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”